Create Your First Project
Start adding your projects to your portfolio. Click on "Manage Projects" to get started
11.6. / John Constable
O John Constable / Τζον Κόνσταμπλ, γεννήθηκε στις 11 Ιουνίου 1776 στο East Bergholt του Σάφολκ. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας, έμπορος καλαμποκιού και άνθρακα. Είχε ένα μικρό πλοίο, το «The Telegraph», το οποίο έδενε στο Mistley στις εκβολές του ποταμού Stour, και το χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά καλαμποκιού στο Λονδίνο, από τους δυο μύλους του.
Αν και ο Constable ήταν ο δεύτερος γιος των γονιών του, ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν με διανοητική υστέρηση και ο John αναμενόταν να διαδεχτεί τον πατέρα του στην επιχείρηση. Πήγε να δουλέψει για τον πατέρα του στην οικογενειακή επιχείρηση περίπου το 1792 αφού αποφοίτησε από το σχολείο, αλλά ο μικρότερος αδερφός του Abram ανέλαβε τελικά τη διαχείριση των μύλων.
Ξεκίνησε ερασιτεχνικά «ταξίδια σκιτσογραφίας» στη γύρω ύπαιθρο του Σάφολκ και του Εσεξ, που έμελλε να γίνουν αντικείμενο μεγάλου μέρους της τέχνης του.
Το 1794 έκανε μια «περιοδεία σκίτσου» στο Νόρφολκ και δημιούργησε τα πρώτα του χαρακτικά το 1797. Το 1799, ο John έπεισε τον πατέρα του να τον αφήσει να ακολουθήσει καριέρα στην τέχνη που τόσο αγαπούσε και εκείνος του χορήγησε ένα μικρό επίδομα. Αμέσως παρουσιάστηκε στον Joseph Farington (ζωγράφος και ακαδημαϊκός, 1747-1821) και εισήλθε στις Σχολές της Βασιλικής Ακαδημίας (Royal Academy) ως δόκιμος.
Επισκέφτηκε το Staffordshire και το Derbyshire το 1801 και εργάστηκε σκληρά για την τεχνοτροπία του. Το 1802 αρνήθηκε τη θέση του δασκάλου σχεδίου στο Στρατιωτικό Κολέγιο Great Marlow (τώρα Sandhurst), μια κίνηση που δεν άρεσε στον Benjamin West (τότε διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας, RA, 1738-1820) που τον συμβούλεψε ότι αυτό θα σήμαινε το τέλος της καριέρας του. Με μια επιστολή του στον ζωγράφο και φίλο του John Dunthorne (1798-1832) εξήγησε την αποφασιστικότητά του να γίνει επαγγελματίας τοπιογράφος.
Το 1805 τού παράγγειλαν να ζωγραφίσει έναν βωμό για την εκκλησία στο Brantham. Περιόδευσε την περιοχή Lake District τον επόμενο χρόνο και το 1810 άρχισε να εργάζεται για τον βωμό της εκκλησίας Nayland.
Ο Constable άρχισε να βλέπει τη μελλοντική του σύζυγο, Maria Bicknell, τακτικά από το 1809, αν και είχαν συναντηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα. Παντρεύτηκαν το 1816, παρά την αντίθεση της οικογένειάς της, και τελικά απέκτησαν επτά παιδιά.
Μετακόμισαν στην Keppel Street, στο Bloomsbury, στο Λονδίνο, το 1817. Από το 1819, λόγω της κακής υγείας της συζύγου του, ο John νοίκιασε ένα σπίτι για την οικογένειά του στο Χάμπστεντ, δουλεύοντας εντυπωσιακά, κάνοντας περίπου εκατό μελέτες για σχηματισμούς νεφών, πολλά σκίτσα ελαιογραφίας από απόψεις της περιοχής και πολλά «τελειωμένα» άρτια έργα ζωγραφισμένα επί τόπου.
Το 1822 ζούσαν στο πρώην σπίτι τού Joseph Farington στην Charlotte Street, στο Bloomsbury. Το 1824 όμως άρχισαν να πηγαίνουν στο Μπράιτον για λόγους υγείας της συζύγου του, η οποία πέθανε από φυματίωση το 1828.
Εξέθετε τακτικά στο Βρετανικό Ιδρυμα από το 1808, στην Ακαδημία του Λίβερπουλ από το 1813-14, στην Εταιρεία Τεχνών του Μπέρμιγχαμ από το 1829 και στο Ινστιτούτο του Γούστερ το 1834-6. Εγινε συνεργάτης της Βασιλικής Ακαδημίας το 1819 και ακαδημαϊκός το 1829, σε ηλικία 53 ετών.
Αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στη ζωγραφική του τοπίου, στις σκηνές της «απρόσεκτης παιδικής του ηλικίας» που, όπως είπε, «με έκανε ζωγράφο».
Παρά τη θλίψη και την εύθραυστη υγεία του και όλες τις ευθύνες του ως μόνος γονέας καταφέρνει με το ύστερο έργο του να μας παρασύρει στους ανάμεικτους καιρούς και τα περίπλοκα συναισθήματά του. Μέχρι που ξαφνικά αρρώστησε μια ανοιξιάτικη νύχτα του 1837 σε ηλικία 60 ετών.
------------
Photo, A. Katsioula από την έκθεση "Late Constable" στη Royal Academy of Arts στο Λονδίνο