top of page

Φράνσις Μπέικον, ένας γίγαντας της σύγχρονης τέχνης

Writer: Agni KatsioulaAgni Katsioula

Updated: Feb 16

Francis Bacon : τολμηρός, αγωνιώδης, σπλαχνικός, διαφορετικός, ο γεννημένος στο Δουβλίνο, Βρετανός ζωγράφος, αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους του εικοστού αιώνα. Διερευνά στο έργο του την ανθρώπινη μορφή με έναν ωμό τρόπο, μέσα από σώματα και κεφάλια που στρέφονται πρησμένα, σκισμένα και με τις μοναχικές φιγούρες του να είναι παραδόξως εμπνευσμένες

-------------

Δείτε το videopodcast στο YouTube κάνοντας κλικ επάνω


Ακούστε το podcast στο Spotify κάνοντας κλικ επάνω, ή στο Spotify for creators κάτω


--------------------

Από την Αγνή Κατσιούλα

---------------------

Ο Φράνσις Μπέικον / Francis Bacon, απέρριψε το προτιμώμενο καλλιτεχνικό στυλ της αφαίρεσης της εποχής του, υπέρ ενός ξεχωριστού και “ενοχλητικού” ρεαλισμού, γεμάτο με την αγωνία της ύπαρξης και το μαρτύριο της αγάπης. Παγκόσμια γνωστός για τους τολμηρούς πίνακές του, τις αφηρημένες παραστατικές ζωγραφιές του με την βασανισμένη και δυνατή όψη τους, που απεικονίζουν ανθρώπινες συμπεριφορές, σχέσεις, ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις.

Η ταραγμένη παιδική ηλικία του, η αμφίθυμη σχέση με τους γονείς του οι οποίοι πάλευαν με την αναδυόμενη ομοφυλοφιλία του γιου τους, τον ώθησε να ζει στα όρια μια ηδονική ζωή, παθιασμένος με τον τζόγο και το ποτό, πάντα στο επίκεντρο της μποέμ σκηνής στο Λονδίνο και το Σόχο, το Βερολίνο και το Παρίσι. Το καταπληκτικό έργο του γεμάτο με αγωνιώδη, βασανισμένα πορτρέτα φίλων και εραστών, εικόνες ολοζώντανες, κάποιες σχεδόν μονόχρωμες, δίπτυχα ή τρίπτυχα πάνελ, απεικονίσεις ταραγμένες από πηγές τόσο διαφορετικές όπως ο Βελάσκεθ, ο Βαν Γκογκ, ο κινηματογράφος, αλλά και παλιά στιγμιότυπα και εικονογραφήσεις ασθενειών, σφραγίζουν τη φήμη του ως μοναδικά ζοφερού χρονικογράφου της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρά την υπαρξιστική και ζοφερή του οπτική όμως, ο Μπέικον υπήρξε χαρισματικός, ευδιάκριτος και “διαβασμένος” δημιουργός.

**Αφορμή οι εκθέσεις: “Francis Bacon: Human Presence” που παρακολουθήσαμε στην National Portrait Gallery στα τέλη του 2024, “Francis Bacon: Man and Beast” στην Royal Academy of Arts την άνοιξη του 2022 και το αφιέρωμα “All Too Human: Bacon, Freud and a Century of Painting Life” στην Tate Britain το 2018, όλες στο Λονδίνο.

-------------

Ύπαρξη, υπόσταση, ανθρώπινη φιγούρα. Τις περισσότερες φορές το σχεδίασμα της ανθρώπινης μορφής είναι μια πράξη αυτοψυχαναλυτικού προσδιορισμού και αυτογνωσίας του καλλιτέχνη.

O εικαστικός δημιουργός, παίρνοντας στα χέρια του κυριολεκτικά και μεταφορικά την ψυχή του μοντέλου του, αποτυπώνει την δίνη των συναισθημάτων που βλέπει και οσμίζεται στο ανθρώπινο σώμα.

Το έργο ζωντανεύει και προσδιορίζεται από την “ψυχή” του ζωγράφου αλλά και την “ψυχή” του μοντέλου, όμως πρωταρχικά, μέσα από την εικόνα που ο δημιουργός έχει για τη δημιουργία του, που μερικές φορές μπορεί να είναι μυστηριακή ή και λανθασμένη.

Σίγουρα κάποιες φορές όταν εγώ στέκομαι μπρος σε ένα πίνακα, ή ένα γλυπτό που εκφράζει μια ανθρώπινη παρουσία, πάντα σκέφτομαι τον εκρηκτικό οργασμό του καλλιτέχνη και τις στιγμές της έξαψης την ώρα της έκφρασής του, τότε που ολοκληρωτικά θα προσπάθησε να βάλει την ψυχή του και την ψυχή του μοντέλου του μέσα στο έργο του.

Ίσως ο καλλιτέχνης, εκείνες τις στιγμές, και να αισθάνεται σαν ένας μικρός θεός, σαν εκείνον τον επουράνιο κατά τις γραφές, που έπαιξε με τις λάσπες σμιλεύοντας ανθρώπινες μορφές μέχρι να τους εμφυσήσει το πνεύμα για να ζωντανέψουν και προσεκτικά να τους χαρίσει τον Παράδεισο της Αθανασίας.

Ο κάθε άνθρωπος γύρω μας είναι αυτό που είναι, ο χαρακτήρας του, σάρκα και “ψυχή”. Ο δημιουργός όμως, εξιδανικεύει το αντικείμενο του δημιουργικού πόθου του; Ή σε τελική ανάλυση βλέπει στο μοντέλο του αυτό που είναι πραγματικά, ή μπορεί ακόμα να ακολουθεί μια ολόδική του οπτική γωνία και βάθος;

Μορφές και άνθρωποι, άλλοτε σαφείς, νοούμενοι, και με “περίγραμμα” και άλλοτε ασαφείς, απροσδιόριστοι και μυστηριακοί, άλλοτε να “ζουν” στο φως και το προσκήνιο και άλλοτε να τρυπώνουν στους σκοτεινούς καμβάδες, να διαχέονται και να μας “ενοχλούν” από το βάθος του έργου.

Ναι λοιπόν, αυτογνωσία και ψυχανάλυση, όχι μόνο για τον δημιουργό και το μοντέλο την στιγμή της δημιουργίας, αλλά και για όλους εμάς τους θεατές, που ώρες θα επεξεργαστούμε και θα θαυμάσουμε την κάθε πινελιά χρώματος στον καμβά, το μάρμαρο και το μέταλλο της γλυπτής φιγούρας, που εκφράζουν την ψυχή του κόσμου μας, αποτυπώνοντας τη ζωή με όλες τις αισθήσεις.

Ναι, η μεθυστική αίσθηση της ζωής, σε εκπληκτικά έργα που βάζουν μοναδικά στο επίκεντρο τον άνθρωπο. Εικαστικές δημιουργίες με πίστη στην ανθρώπινη φιγούρα.

Σίγουρα, είναι μεγαλειώδη τα έργα που έχουν για μέγα πρωταγωνιστή, την ανθρώπινη μορφή, το ανθρώπινο σώμα, με την αίσθηση της πνοής, όλα απλωμένα πάνω σε αριστοτεχνικά φτιαγμένους καμβάδες.

Υπάρχουν σύγχρονοι καλλιτέχνες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, μάλιστα, που έχουν καταφέρει να εκφράζουν με πολύ σαφή τρόπο την απτή πραγματικότητα της ζωής μέσω της ζωγραφικής τους. Το κάθε έργο ξεχωριστά σε αρπάζει, σε τραβάει μέσα του και πραγματικά σε απομονώνει ξεχωριστά στο περιβάλλον του.

Η δραματική απεικόνιση κάποιες φορές γίνεται με πολύ «ανθρώπινα» και τρυφερά στοιχεία και άλλες φορές με πραγματικά οδυνηρό τρόπο, οδηγούν μπορούμε να πούμε τον θεατή, στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Σε αυτή την χρονική περίοδο του τέλους του 20ου αιώνα, συναντάμε και βιώνουμε έργα και δημιουργούς, που οι όροι «ρεαλισμός» και «ανθρώπινος» εντυπωσιακά μας παρουσιάζονται με νέο συμβολισμό και δύναμη. Ναι, έργα που δείχνουν την αγωνία και τους διαφορετικούς τρόπους που κάποιοι ζωγράφοι επαναπροσδιορίστηκαν με τον όρο “ρεαλισμός”.

Σε αντίθεση μάλιστα με την κρατούσα κυρίαρχη αφηρημένη τάση αυτής της εποχής, όπου οι καλλιτέχνες διώχνουν και “τεντώνουν” την πρακτική και τον αντίκτυπο της αναπαραστατικής τέχνης, σύγχρονοι εικαστικοί όπως οι Βρετανοί Lucian Freud και Francis Bacon τοποθετούν στους καμβάδες τους, απερίγραπτα ειλικρινείς απεικονίσεις των μοντέλων τους, περισσότερο γλυπτικές και σπλαχνικές. Ορισμένα έργα μάλιστα είναι τόσο γεμάτα από συγκίνηση του “ανθρώπινου” που προκαλούν σοκ.

** Ένα μεγάλο αφιέρωμα στην ιδιοσυγκρασία, τη ζωή και το συναρπαστικό έργο του Lucian Freud / Λούσιαν Φρόιντ (8 Δεκεμβρίου 1922 – 20 Ιουλίου 2011) μπορείτε να βρείτε εδώ: https://www.agnitha.com/post/lucian-freud

Όμως ας ανακαλύψουμε ποιος είναι ο υπέροχος γίγαντας της σύγχρονής τέχνης που ονομάζεται Francis Bacon / Φράνσις Μπέικον!

Ακριβώς όπως και οι πίνακές του ο γεννημένος στο Δουβλίνο στις 28 Οκτωβρίου 1909, Βρετανός εικαστικός ζωγράφος, ήταν μια περίπλοκη και αντιφατική φιγούρα. Εξαιρετικός, δυναμικός, συναρπαστικός ζωγράφος καταφέρνει με το έργο του να βραχυκυκλώνει τον εγκέφαλό μας μοναδικά, να εγείρει το συναίσθημα και να καταλαμβάνει την ψυχή μας.

Ένας μοναδικός ταραχοποιός της τέχνης και της κοινωνίας, παγίδευσε τα μοντέλα του στους καμβάδες του για να παρουσιάσει τους ριζοσπαστικούς διαλογισμούς του για την ανθρώπινη ύπαρξη, την αγωνία και την αγριότητα του κόσμου μας.

Η φήμη του τεράστια, έγινε παγκόσμια γνωστός για τους τολμηρούς πίνακές του, τις αφηρημένες παραστατικές ζωγραφιές του με την βασανισμένη και δυνατή όψη τους, καθώς απεικονίζουν παραστατικά, χωρίς φτιασίδια και αιδώ, ανθρώπινες συμπεριφορές, σχέσεις, ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις.

Συνολικά με τις δημιουργίες του, απέρριψε το προτιμώμενο καλλιτεχνικό στυλ της αφαίρεσης της εποχής του, υπέρ ενός ξεχωριστού και “ενοχλητικού” ρεαλισμού, γεμάτο με την αγωνία της ύπαρξης αλλά και το μαρτύριο της αγάπης.

Η ένταση των μυών και των εκφράσεων, το δέρμα, η αγωνία, η υποψία ιδρώτα, τα χέρια και η αέναη κίνηση καθώς οι πίνακές του δεν είναι στατικοί, η πληρότητα των σωμάτων και η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη που σκληρά απεικονίζεται μας γοητεύει, τοποθετώντας μας στον εφιάλτη της εσωτερικής αναζήτησης και ενδοσκόπησης.

Το καταπληκτικό έργο του είναι γεμάτο με αγωνιώδη, βασανισμένα πορτρέτα φίλων και εραστών, εικόνες ολοζώντανες, κάποιες δίνουν την εντύπωση της μονοχρωμίας, δίπτυχα ή τρίπτυχα τεράστια πάνελ, απεικονίσεις ιδιαίτερα ταραγμένες από πηγές τόσο διαφορετικές όπως ο Βελάσκεθ, ο Βαν Γκογκ, ο κινηματογράφος, αλλά και παλαιάς εποχής στιγμιότυπα και εικονογραφήσεις ασθενειών και επιδημιών.

Τολμηρός, αγωνιώδης, σπλαχνικός, διαφορετικός, αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους του εικοστού αιώνα, με τη φήμη του ως ζοφερού χρονικογράφου της ανθρώπινης ύπαρξης, να κατακτά την ιστορία της τέχνης.

Ο Bacon παρά την υπαρξιστική και ζοφερή του οπτική που εμφανώς διακρίνουμε στο έργο του, υπήρξε χαρισματικός, ευδιάκριτος και “διαβασμένος” δημιουργός. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα εξ αρχής για να μπορέσουμε να μπούμε στην παράξενη ιδιοσυγκρασία του, την γεμάτη σκαμπανεβάσματα ζωή του, την καριέρα του ως καταξιωμένος καλλιτέχνης καθώς τοποθέτησε ξανά την παραστατική ζωγραφική στην ημερήσια διάταξη.

Ο Φράνσις Μπέικον λοιπόν γεννήθηκε στο Δουβλίνο. Εκείνη την εποχή, όλη η Ιρλανδία ήταν ακόμα μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο πατέρας του, ο Λοχαγός του βρετανικού Στρατού Anthony Edward "Eddy" Mortimer Bacon, ήταν βετεράνος του Δεύτερου Πολέμου των Boer / Μπόερ (Νότια Αφρική), εκπαιδευτής αλόγων ιπποδρομιών, με καταγωγή από φημισμένη οικογένεια λόγιων.

Η μητέρα του Bacon, Christina Winifred "Winnie" Firth, ήταν κληρονόμος μιας επιχείρησης χάλυβα και ενός ανθρακωρυχείου στο Σέφιλντ. Ο Francis είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Harley, δύο μικρότερες αδερφές, την Ianthe και τη Winifred, και έναν πολύ μικρότερο αδερφό, τον Edward.

Ο Bacon μεγάλωσε από την νταντά της οικογένειας, Jessie Lightfoot, από την Κορνουάλη, γνωστή ως «Νάνι Λάιτφουτ», μια μητρική φιγούρα που παρέμεινε κοντά του μέχρι το θάνατό της.

Η οικογένεια πηγαινοερχόταν μεταξύ Ιρλανδίας και Αγγλίας αρκετές φορές, οδηγώντας σε μια αίσθηση εκτοπισμού για τον Francis, που παρέμεινε στον χαρακτήρα του, σε όλη του τη ζωή. Όταν η οικογένεια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, επέστρεψε στην Ιρλανδία, ο Francis έζησε με τη γιαγιά και τον θετό παππού του από τη μητέρα του.

Υπήρξε ένα ντροπαλό παιδί και απολάμβανε να ντύνεται αυτάρεσκα. Αυτό και οι θηλυπρεπείς τρόποι του εξόργιζαν τον πατέρα του με αποτέλεσμα τριβές και καυγάδες. Ήταν συχνά άρρωστος ως παιδί, καθώς έπασχε από άσθμα και αλλεργία προς τα άλογα.

Η κακή του υγεία οδήγησε στην σποραδική επίσημη εκπαίδευσή του και λάμβανε ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι από δάσκαλο και για 2 χρόνια -έως το 1926-, παρακολούθησε μαθήματα σε ένα οικοτροφείο στο Cheltenham.

Σε ένα πάρτι με φανταχτερά επίσημα ρούχα στο σπίτι της οικογένειας, ο Francis ντύθηκε με Eton crop hairstyle (Josephine Bakers style), βάζοντας ένα φόρεμα με χάντρες, κραγιόν, ψηλοτάκουνα παπούτσια, και κρατώντας μια μακριά πίπα. Αυτό μπορεί να εξόργισε τον πατέρα του αλλά πάει και πέρασε, όμως λίγο αργότερα τον ίδιο χρόνο, ο Bacon πετάχτηκε κυριολεκτικά έξω από το σπίτι της οικογένειας από τον πατέρα του, μετά από ένα περιστατικό στο οποίο τον βρήκε να θαυμάζει τον εαυτό του μπροστά σε έναν μεγάλο καθρέφτη, φορώντας τα εσώρουχα της μητέρας του.

Μεγαλώνοντας, ο Bacon είχε πάντα μια δύσκολη και αμφίθυμη σχέση με τους γονείς του – ειδικά με τον πατέρα του, ο οποίος πάλευε με την ομοφυλοφιλία του γιου του.

Είναι 1926 και κατέφυγε στο Λονδίνο ζώντας με ένα επίδομα 3 λιρών την εβδομάδα από την μητέρα του, διαβάζοντας... Φρίντριχ Νίτσε. Κάνει μικροκλοπές για να μπορέσει να επιβιώσει αφού δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει σε κάποια από τις δουλειές που δοκίμασε.

Ο Bacon βρέθηκε να παρασύρεται στον ομοφυλοφιλικό υπόκοσμο του Λονδίνου, έχοντας επίγνωση ότι ήταν σε θέση να προσελκύσει έναν συγκεκριμένο τύπο πλουσίων ανδρών, κάτι που εκμεταλλεύτηκε, έχοντας αναπτύξει ακριβά γούστα για καλό φαγητό και κρασί.

Μετακομίζει στο Βερολίνο το 1927, όπου είδε τη Μητρόπολη του Φριτς Λανγκ και το Θωρηκτό Ποτέμκιν του Σεργκέι Αϊζενστάιν, και τα δύο αργότερα εμφανώς τον επηρεάζουν στη δουλειά του.

Είναι 17 χρονών και ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου περνά τον επόμενο χρόνο της ζωής του, μαθαίνοντας γαλλικά εξερευνώντας τις γκαλερί της πόλης. Στο Château de Chantilly (Musée Condé) αντικρίζει το έργο “Massacre of the Innocents” (Σφαγή των Αθώων) του Nicolas Poussin, έναν πίνακα στον οποίο αναφερόταν συχνά στο μεταγενέστερο έργο του.

Σκεφτόταν να εργαστεί ως ηθοποιός, όμως επιστρέφει στο Λονδίνο και καθιερώνεται ως επιτυχημένος σχεδιαστής επίπλων. Μέχρι σήμερα κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα πού έμαθε να φτιάχνει έπιπλα, όμως τα έργα του με γυαλί και επιχρωμιωμένα κομμάτια, θυμίζουν έπιπλα από τους Eileen Gray, Le Corbusier και Marcel Breuer.

Παρά το γεγονός ότι δεν πήγε ποτέ σε σχολή τέχνης – ή δεν τελείωσε το σχολείο για την βασική του εκπαίδευση – ο Bacon ζωγράφισε το πρώτο του σημαντικό έργο, το Crucifixion (Σταύρωση) (1933) σε ηλικία μόλις 24 ετών. Είπε ότι η καλλιτεχνική του σταδιοδρομία καθυστέρησε επειδή πέρασε πάρα πολύ καιρό ψάχνοντας για θέμα που θα μπορούσε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του.

Αυτή η Σταύρωση του, έχει τη φιγούρα στο σταυρό ως ένδειξη αδυναμίας και σκληρότητας και όχι κάτι που μπορεί να οδηγήσει στη λύτρωση. Είναι ένας “προφήτης”, που η ψυχή του έχει σκοτεινιάσει από τη γνώση τού τι πρόκειται να έρθει μέσα από το κακό που κυριεύει την Ευρώπη και τον αιματηρό Πόλεμο που θα ακολουθήσει.

Αυτός ο πρώτος του πίνακας που προσέλκυσε την προσοχή του κοινού βασίστηκε εν μέρει στους “Τρεις Χορευτές” του Πάμπλο Πικάσο του 1925. Δεν έγινε δεκτός από το πλατύ κοινό και απογοητευμένος σχεδόν εγκαταλείπει την ζωγραφική για περίπου μια δεκαετία.

Ο Bacon δεν πίστευε στον Θεό - αλλά είχε εμμονή με τη σταύρωση. Έκανε ξεκάθαρο από την αρχή της καριέρας του λοιπόν, το ενδιαφέρον του μέσα από τον κυνισμό του για την θρησκευτική εικονογραφία. Η αναγνωρισιμότητά του ως καλλιτέχνης, απογειώθηκε με το τρίπτυχο του 1944 “Three Studies for Figures at the Base of a Crucifixion”, το οποίο σφράγισε τη φήμη του ως μοναδικά ζοφερού χρονικογράφου της ανθρώπινης κατάστασης.

Αυτό το έργο χαρακτηρίστηκε ως «σημείο καμπής στην ιστορία της βρετανικής τέχνης». Είναι ένα από τα αριστουργήματα της συλλογής της Tate και είναι ένα έργο που θεωρήθηκε αμέσως ως μια ισχυρή, ειλικρινής και τρομακτικά απαισιόδοξη απάντηση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το Figure Study II (1945) ήταν ένας από τους πίνακες που περιγράφηκαν την εποχή που έγιναν από τον Bacon ως «μελέτες για τη Μαγδαληνή» – που συχνά εμφανιζόταν ως μάρτυρας της σταύρωσης σε ιστορικούς χριστιανικούς πίνακες. Εδώ, ανάμεσα στις παγίδες της πολιτισμένης κοινωνίας (ομπρέλα, παλτό, φυτό σε γλάστρα) μια καμπουριασμένη φιγούρα κοιτάζει προς τα έξω και ουρλιάζει. Αργότερα ο Μπέικον συνέδεσε αυτές τις φιγούρες με τις «Furies», πλάσματα της εκδίκησης από την αρχαία ελληνική μυθολογία.

Με αυτά τα έργα του μίλησε λιγότερο για τη θρησκεία και περισσότερο για την κοσμοθεωρία του, ότι η ανθρωπότητα είναι ουσιαστικά ένα ζώο, ότι «είμαστε όλοι κρέας, είμαστε όλοι πιθανά πτώματα», με τα δικά του λόγια.

Παίρνει ένα στούντιο, το παλιό στούντιο του John Everett Millais, στο South Kensington, και μοιράζεται τον επάνω όροφο με τον Eric Allden – τον πρώτο του συλλέκτη – και πάντα φυσικά την νταντά του από παιδί, Jessie Lightfoot. Το 1929 είχε ήδη γνωρίσει τον Eric Hall, προστάτη και εραστή του μπαίνοντας σε μια συχνά βασανιστική και καταχρηστική σχέση.

Τεράστιο σημείο αναφοράς για το έργο του, είναι το ταξίδι του στο Παρίσι το 1935 όπου αγόρασε ένα μεταχειρισμένο βιβλίο για τις ανατομικές παθήσεις του στόματος που περιείχε υψηλής ποιότητας χρωματιστές εικόνες τόσο με ανοιχτό στόμα όσο και από το στοματικό εσωτερικό, που τον στοίχειωναν και τον βασάνιζαν για το υπόλοιπο της ζωής του.

Αυτές οι εικόνες μαζί με την σκηνή της νοσοκόμας που ουρλιάζει στα σκαλοπάτια της Οδησσού από το Θωρηκτό Ποτέμκιν, που αναφέραμε, έγιναν αργότερα επαναλαμβανόμενα μέρη της εικονογραφίας του Bacon, με τη γωνιότητα των εικόνων του Αϊζενστάιν συχνά, σε συνδυασμό με τη κόκκινη παλέτα τού πρόσφατα αγορασμένου ιατρικού του τόμου. Σε πάρα πολλούς από τους πίνακές του τα στόματα χάσκουν κενά και ανατριχιαστικά εκφραστικά. Ναι, γοητεύεται από τα σχήματα που μπορεί να κάνει το στόμα.

Αν και ο Μπέικον επηρεάστηκε από τον κινηματογράφο, η δουλειά του έχει επηρεάσει και τους κινηματογραφιστές. Ο μορφή στο Alien (1979) του Ridley Scott εμπνεύστηκε από το Three Studies for Figures at the Base of a Crucifixion (1944) του Bacon, ενώ οι ταινίες του πρόσφατα αποθανόντος David Lynch δανείζονται από τους πίνακες του Bacon.

H νταντά του η κυρία Lightfoot που του έχει αδυναμία τον βοήθησε να εγκαταστήσει στο στούντιο του Kensington έναν παράνομο τροχό ρουλέτας, διοργανώνοντας παράνομα πάρτι, όπου ο Bacon τζογάρει με τους φίλους του.

Την 1η Ιουνίου 1940, ο πατέρας του πεθαίνει. Ο Bacon γίνεται ο μοναδικός διαχειριστής/εκτελεστής της διαθήκης του πατέρα του, ο οποίος ζήτησε η κηδεία του να είναι όσο το δυνατόν πιο «ιδιωτική και απλή».

Και έρχεται ο πόλεμος! Ανίκανος για ενεργό υπηρεσία εν καιρώ πολέμου, ο Bacon προσφέρθηκε εθελοντικά στην πολιτική άμυνα και εργάστηκε με πλήρη απασχόληση στην υπηρεσία διάσωσης Air Raid Precautions (ARP). Η σκόνη στο βομβαρδισμένο Λονδίνο επιδεινώνει το άσθμα του και μετακομίζει στο εξοχικό τού Hall στο Hampshire. Το υπέροχο “Figure Getting Out of a Car” ζωγραφίστηκε εδώ και την σύνθεση την εμπνεύστηκε από μια φωτογραφία του Χίτλερ να βγαίνει από ένα αυτοκίνητο σε κάποια από τα τις συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης.

Ο Bacon επέστρεψε στο Λονδίνο και στο στούντιό του αργά το 1948. Το επόμενο έτος εξέθεσε τη σειρά του "Heads", με πιο αξιοσημείωτο το Head VI, που υπήρξε η πρώτη ενασχόληση του Bacon με το Portrait of Pope Innocent X του Diego Velázquez. Ήδη οι τρεις "πάπες" του που ζωγραφίστηκαν στο Μόντε Κάρλο το 1946 είχαν καταστραφεί.

Πιστεύεται ότι ο Bacon δεν είδε ποτέ τον αρχικό πίνακα του Velázquez που ενέπνευσε περίπου 50 δικούς του πίνακες, παρόλο που έζησε για αρκετούς μήνες στην Όστια κοντά στη Ρώμη, επισκεπτόμενος τακτικά την πόλη όπου βασίζεται ο πίνακας.

Το είδε μόνο μία φορά, πολύ αργότερα στη ζωή του. Προτιμούσε να μην “αντιμετωπίζει” πρόσωπο με πρόσωπο με τα μεγάλα έργα αλλά να διατηρεί έναν κατάλογο εικόνων σαν υλικό έμπνευσης.

Ναι, η πηγές έμπνευσής του ήταν μέσα στο χάος. Όταν πέθανε, στις 28 Απριλίου 1992, το πάτωμα στο στούντιο του στο Reece Mews (από τότε που μετεγκαταστάθηκε στο Δουβλίνο) ήταν βαθιά μέσα σε χιλιάδες φωτογραφίες και περιοδικά.

Ένα μείγμα από πολιτιστικές εικόνες υψηλής και χαμηλής ποιότητας, ιστορικούς πίνακες, επιστημονικά σχέδια και φωτογραφίες καθώς και αναπαραγωγές του δικού του έργου, το οποίο εκείνος περιέγραψε ως «κόμποστ».

Όλες αυτές οι εικόνες είναι “ενσωματωμένες” στους πίνακές του, από λεπτούς υπαινιγμούς, μέχρι άμεσες αναφορές στους παλιούς εικαστικούς Δασκάλους, ειδήσεις αλλά και τρέχοντα γεγονότα ή θέματα από φωτογραφίες και την μνήμη του.

Από τον θάνατο του Bacon και μετά, το στούντιο του εμπνέει όμως και άλλους. Το 2019, η ομάδα του οίκου μόδας, Alexander McQueen, αναπαρήγαγε τις βαφές που υπήρχαν στην πόρτα του στούντιο, στην καμπάνια τους για την την κολεξιόν τους άνοιξη/καλοκαίρι.

Βέβαια ποτέ δεν είδε και το The Painter on the Road to Tarascon (1888) του Van Gogh όμως όμως έγινε μεγάλη πηγή έμπνευσης για εκείνον.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Μπέικον είχε απομακρυνθεί από το να ζωγραφίζει φιγούρες που ούρλιαζαν, αλλά συνέχισε να ζωγραφίζει διφορούμενες και ανησυχητικές εικόνες. Επιλέγοντας – για πρώτη φορά – να ζωγραφίσει από τη ζωή.

Είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε περισσότερα από 50 έργα του με ιδιαίτερη αναφορά στα πορτρέτα του σε μια πραγματικά καταπληκτική έκθεση στην National Portrait Gallery, εδώ στο Λονδίνο, με τίτλο “Francis Bacon: Human Presence” από τη δεκαετία του 1940 και μετά μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτή η παρουσίαση διερεύνησε τη βαθιά σύνδεση του Francis Bacon με την προσωπογραφία και το πώς αμφισβήτησε τους παραδοσιακούς ορισμούς του είδους.

Έργα από ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές μας αφηγήθηκαν παραστατικά την ιστορία της ζωής του.

Αυτοπροσωπογραφίες, πορτρέτα εραστών, χαμένων ψυχών, φίλων και δασκάλων. Ανθρώπινες φιγούρες λοιπόν, που στριφογυρίζουν, παλεύουν, σέρνονται και ουρλιάζουν. Η ανθρώπινη μορφή, ωμά και σπλαχνικά δοσμένη με σώματα κινούμενα και κεφάλια που στρέφονται σε όλες τις κατευθύνσεις με έντονα συναισθήματα αποτυπωμένα, στρέφονται πρησμένα, σκισμένα, καταρρακωμένα, με τις μοναχικές φιγούρες, παραδόξως εμπνευσμένες να καταλαμβάνουν τον χώρο, τις γκαλερί, τα τρίπτυχα, την ύπαρξη και την ψυχή μας.

Ο Bacon επέστρεφε στα πορτρέτα σε όλη την διάρκεια της καριέρας του. Έφτιαξε πορτρέτα των φίλων του, Robert και Lisa Sainsbury, και του αγαπημένου φίλου και συναδέλφου του καλλιτέχνη, Lucian Freud που αποτυπώνεται κτηνώδης, της εικαστικού-μοντέλου του Isabel Rawsthorne ξεκάθαρη, σίγουρη, καθορισμένη αλλά και των εραστών του Peter Lacy και George Dyer.

Η βαθιά σύνδεση του με τις προσωπογραφίες φαίνεται για το ενδιαφέρον του Bacon για τον Ολλανδό μάστερ Vincent van Gogh, που τον οδήγησε να απομακρύνεται από τη δημιουργία σκοτεινών, μονόχρωμων εικόνων, επιλέγοντας να εισαγάγει χρώμα στις δημιουργίες του, το οποίο θα χαρακτήριζε το μελλοντικό του έργο.

Το έργο του με τίτλο «Homage to Van Gogh» του Francis Bacon, δημιουργήθηκε το 1960. Ένα πορτρέτο σε στυλ που θυμίζει τις συγκινητικές πινελιές του Βαν Γκογκ. Το φόντο του σκούρο, μια σχεδόν δυσοίωνη πράσινη απόχρωση σε αντίθεση με ένα τολμηρό κόκκινο πλαίσιο που αναδεικνύει την κεντρική φιγούρα. Αναφορά στο έργο του μεγάλου Ολανδού μεταιμπρεσιονιστή, στην αυτοπροσωπογραφία του “Self-Portrait with Bandaged Ear and Pipe” (1889).

Η φιγούρα έχει αποδοθεί με δραματικές, σαρωτικές πινελιές που υπερβάλλουν και παραμορφώνουν τα χαρακτηριστικά, δημιουργώντας μια αίσθηση έντονης συγκίνησης. Η χρήση τόσο δυνατών, αντίθετων χρωμάτων και δυναμικών πινελιών υποδηλώνει τον στόχο του Bacon να προκαλέσει βαθιές συναισθηματικές αντιδράσεις στον θεατή. Αυτός ο φόρος τιμής στον Van Gogh αποτυπώνει το πνεύμα των έργων και των δύο καλλιτεχνών, τονίζοντας την ωμή, σπλαχνική φύση των εκφράσεών τους.

Ένας άλλος «Δάσκαλος» που σεβόταν ο Bacon, ήταν ο Ρέμπραντ, τον οποίο θαύμαζε για το «αντι-εικονογραφικό» στυλ ζωγραφικής του. Μελέτησε τις πινελιές που έκαναν την αυτοπροσωπογραφία Self-Portrait with Beret (1659) ενώ έμενε στη Γαλλία και έφερε αρκετές έντυπες αναπαραγωγές αυτού του πορτρέτου στο στούντιο του στο Λονδίνο.

Όπως ο Ρέμπραντ, ο Μπέικον ζωγράφισε τον εαυτό του περισσότερο από 50 φορές, καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του, από μικρά πορτρέτα, μέχρι ολόσωμα και μεγάλα τρίπτυχα.

Εδώ συναντήσαμε και το Study for Portrait II (με υπότιτλο αργότερα “Η Μάσκα Ζωής του Γουίλιαμ Μπλέικ”) που είναι ένας μικρός πίνακας ελαιογραφίας του 1955 του Bacon, από μια σειρά έξι πορτρέτων που ολοκληρώθηκαν μετά την παρουσίαση της “Μάσκας ζωής” του Άγγλου ρομαντικού ποιητή, ζωγράφου και χαράκτη William Blake (γενν. 1757) στην The National Portrait Gallery του Λονδίνο. Δίπλα ακριβώς, υπάρχει το γλυπτό κεφάλι που τον ενέπνευσε του ποιητή φτιαγμένο από τον James Deville.

Μερικές από τις πιο συγκλονιστικές και “εσωτερικές” αυτοπροσωπογραφίες του Bacon δημιουργήθηκαν λίγο μετά τους θανάτους των πιο κοντινών του ανθρώπων. Όταν ο επί μακρόν σύντροφός του Peter Lacy πέθανε το 1962, ο Μπέικον απάντησε με ένα μικρό τρίπτυχο πορτρέτων που μνημονεύουν τη σχέση τους. Μια δεκαετία αργότερα, ο Μπέικον έχασε τον εραστή του George Dyer, μια άλλη ισχυρή παρουσία σε τόσους πολλούς πίνακές του. Ο θάνατος του Dyer φαίνεται ότι “ανάγκασε” τον Μπέικον να φτιάξει μια αξιοσημείωτη ομάδα αυτοπροσωπογραφιών, συμπεριλαμβανομένου του εξαιρετικού Self-Portrait, 1973 (1973), το οποίο –αιχμαλωτίζοντας τη θλίψη και την απομόνωσή του– έγινε ένας τρόπος για να θεωρήσει τη δική του θνητότητα.

Όμως και άλλοι καλλιτέχνες έλκονταν επίσης να απεικονίσουν τον Bacon και τον εσωτερικό του κόσμο, ιδιαίτερα φωτογράφοι, για τους οποίους πόζαρε σε όλη του την καριέρα.

Στην έκθεση της National Portrait Gallery θαυμάσαμε φωτογραφικά πορτρέτα και φιλμ του Bacon από μερικούς από τους κορυφαίους φωτογράφους του αιώνα, όπως οι Cecil Beaton, Arnold Newman, Bill Brandt και Mayotte Magnus.

Καθώς το έργο του Μπέικον εξελίχθηκε στη δεκαετία του 1960, τα πορτρέτα του έγιναν πιο προσωπικά και επικεντρώθηκαν σε μια επιλεγμένη ομάδα “μοντέλων”. Στην καρδιά της παρουσίασης συναντηθήκαμε με συγκλονιστικούς πίνακες του καλλιτέχνη, φίλων και εραστών, που τον ενέπνευσαν σε όλη του τη ζωή.

Υπερβαίνοντας την ομοιότητα, τα πορτρέτα του Bacon αντιπροσωπεύουν μερικές από τις πιο στενές σχέσεις του - συμπεριλαμβανομένων των συντρόφων του Peter Lacy, του εραστή του George Dyer. του συντρόφου του στη μετέπειτα ζωή, John Edwards. η φίλη του Henrietta Moraes με αισθησιακά κόκκινα στροβιλίσματα, η ιδρυτής του Colony Club, Muriel Belcher.

Ενώ ο Bacon επέλεξε να μην ζωγραφίζει τα μοντέλα του δια ζώσης, αναγνώρισε ότι δεν μπορούσε να τα ζωγραφίσει αν δεν τα γνώριζε πολύ καλά. Αυτοί οι πίνακες είναι ίσως οι πιο οικείοι και προσωπικοί του, παρά την παραμόρφωσή τους.

Ναι, τα πορτρέτα των εραστών του έχουν την περισσότερη ένταση και δύναμη. Ο Peter Lacy πέθανε από αλκοολισμό το 1962, σε ηλικία 46 ετών, είναι μια μεγάλη, επιβλητική αλλά κομματιασμένη παρουσία, ενώ ο τελευταίος του σύντροφος John Edwards είναι ολόκληρος, ομαλός, νέος και ροζ.

Και μετά υπάρχει ο George Dyer, ο γκάνγκστερ φίλος με τον οποίο είχε μια περίφημη βίαιη σχέση. Ο Dyer που πέθανε το το 1971, διαλύεται σε μια λίμνη αίματος, σε μια σκάλα, ταλαντεύεται επικίνδυνα πάνω σε ένα ποδήλατο που δεν έχει ισορροπήσει και στο τελευταίο τρίπτυχο (που απεικονίζει τις τελευταίες του στιγμές μετά από υπερβολική δόση σε ένα μπάνιο ξενοδοχείου στο Παρίσι) κουλουριάζεται τρομακτικά γύρω από μια τουαλέτα, γυμνός, κομματιασμένος και αρρωστημένος. Είναι βάναυσο, επώδυνο, γυμνό, σαρκικό, γεμάτο με πολύ, πάρα πολύ πόνο.

Και οι δύο ερωτικές σχέσεις του ήταν ταραχώδεις (και στην περίπτωση του Lacy, εξαιρετικά βίαιες, αφού κάποτε πέταξε τον Bacon από ένα παράθυρο). Τραγικό πως και οι δύο πέθαναν λίγες μέρες πριν από τα εγκαίνια μεγάλων εκθέσεων της δουλειάς του Bacon στο Λονδίνο και το Παρίσι.

Αυτές οι τραγωδίες είχαν βαθύ αντίκτυπο στον καλλιτέχνη και τελικά τον οδήγησαν να δημιουργήσει μερικά από τα πιο διάσημα έργα τέχνης του.

Αυτές οι συστάδες πορτρέτων παραπέμπουν στη ταραχώδη βιογραφία του Μπέικον – την κοινωνικότητα και τις ταραχώδεις σχέσεις του – αλλά μιλούν επίσης για την έντονη ευαισθησία του στην απόγνωση, τη θλίψη και τον πόνο. Ένα έργο γεμάτο σπλαχνισμό, με το μαρτύριο του πόθου, της σαρκικής έλξης, της αγάπης, να ενώνονται δραματικά με την αγωνία της ύπαρξης και του θανάτου.

Πριν λίγο καιρό βέβαια, μας δόθηκε η μεγάλη ευκαιρία από την Royal Academy of Arts (Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών) εδώ στο Λονδίνο να βουτήξουμε στην μοναδική τέχνη και τον σπλαχνικό κόσμο του Francis Bacon μέσα από μια μεγάλη έκθεση με τίτλο “Francis Bacon: Man and Beast”.

Εξερευνήσαμε τους βαθυστόχαστους και συγκινητικούς πίνακές του όπου η γραμμή μεταξύ ανθρώπου και ζώου είναι θολή, υπενθυμίζοντάς μας πάντα, ότι τα πρωταρχικά μας ένστικτα βρίσκονται ακριβώς κάτω από την επιφάνεια και αυτό που φαίνεται.

Επικεντρωθήκαμε περισσότερο στην αλάνθαστη γοητεία του Bacon για τα ζώα με αποτέλεσμα να διακρίνουμε τον τρόπο που διαμόρφωσε την προσέγγισή του στο ανθρώπινο σώμα και το παραμόρφωσε. Είδαμε εμφανώς τον τρόπο που αναπαριστά τις πιο ακραίες στιγμές της ύπαρξης, με τις φιγούρες του μόλις και μετά βίας να είναι αναγνωρίσιμες είτε ως άνθρωποι είτε ως θηρία.

Ο Bacon γοητεύτηκε από την κίνηση των ζώων, παρατηρώντας ζώα στη φύση κατά τη διάρκεια ταξιδιών του στη Νότια Αφρική. Γέμισε το στούντιό του με βιβλία για την άγρια ζωή και από τότε συνεχώς στο έργο του αναφερόταν στις φωτογραφίες του Eadweard Muybridge του 19ου αιώνα με ανθρώπους και ζώα σε κίνηση. Ζωντάνεψε στους καμβάδες του, χιμπατζήδες, ταύρους, σκύλους ή αρπακτικά πουλιά, και ένιωσε ότι μπορούσε να πλησιάσει περισσότερο στην κατανόηση της αληθινής φύσης της ανθρωπότητας παρακολουθώντας την απρόσκοπτη συμπεριφορά των ζώων.

Εδώ επικεντρωθήκαμε και στον τελευταίο πίνακα που δημιούργησε πριν τον θάνατό του, ο οποίο εκτίθεται με μια τριάδα έργων ταυρομαχίας όλα μαζί, τα είδαμε για πρώτη φορά.

Η εικαστική γλώσσα του Bacon σε αυτούς τους πίνακες είναι μοναδική, στο μείγμα των τρόπων της, τον συνδυασμό και την αντίφαση της επίσημης χωρικής δομής και της άτυπης, σχεδόν αφηρημένης σήμανσης της. Κάθε καμβάς σχεδιάζεται με ακρίβεια, με τις φιγούρες του να πλαισιώνονται από κλουβιά, ανοίγματα ή άλλα γεωμετρικά στοιχεία. Μαζί με τις έντονες γραμμές και τις χρωματικές του αντιθέσεις, αυτά τα πλαίσια καταπολεμούν τον συναισθηματισμό.

Η λαμπρότητα όμως του Bacon είναι ο τρόπος που οι ανθρώπινες και ζωικές φιγούρες του ξεπροβάλλουν ξαφνικά πάντα από αυτά τα στοιχεία και πλαίσια, ξεπερνώντας τα κάδρα τους, δημιουργώντας μια αίσθηση οπτικού πανικού. Υπάρχει ένα ξάφνιασμα που σε κάνει να αγχώνεσαι βαθιά. Αν δεν προσέξουμε, το ζώο θα ξεφύγει.

Αυτό ακριβώς που συμβαίνει και στις απεικονίσεις της σάρκας στο έργο του Bacon. Όταν βλέπουμε την εικόνα ενός σώματος που δεν έχει σχήμα, προσπαθούμε να του δώσουμε το σχήμα του στο μυαλό μας, για να το περιορίσουμε στις σωστές αναλογίες του. Ο Bacon εκμεταλλεύεται αυτή την έμφυτη διαδικασία, καταρρίπτοντας την πραγματικότητα για να βρει τη ρητή αλήθεια. Η ζωϊκότητα της φιγούρας του είναι μεταμφιεσμένη ή ντυμένη ή ελέγχεται.

Στα έργα του Bacon, Figure Study I και Figure Study II, από το 1945-46, για παράδειγμα, ή στο Three Figures and Portrait, από το 1975, η αίσθηση του ζώου στη φιγούρα που εκτίθεται, κρύβεται. Το δράμα στον καμβά, έρχεται στο χάσμα μεταξύ του ντυμένου ανθρώπου και της φιγούρας που γρυλίζει αλλά κρύβεται μέσα στα ρούχα του.

Στο έργο του ο Bacon επιδεικνύει, με αρκετή λεπτότητα και ειρωνεία, το χάσμα ανάμεσα στο κοινωνικό ανθρώπινο πλάσμα και σε κάποιο σκοτεινό κρυφό χώρο μέσα στην ψυχή του που δείχνει να είναι ευάλωτη, τρέμει, φοβάται, αλλά και ανυπομονεί να αναδυθεί, να φανεί και να γίνει γνωστή σε όλους. Η σύγκρουση στο έργο του είναι μεταξύ αυτού που είναι ορθολογικό και αυτού που συνδέεται με φόβους και επιθυμίες που δεν μπορούν εύκολα να εκφραστούν, να εξωτερικευτούν.

Ο Bacon, γνώριζε και αυτό ήθελε να καταδείξει, πως οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζωικά μας ένστικτα είναι οι ισχυρότερες ορμές μας. Μάλλον γι' αυτό τον τράβηξε η αρχαία ελληνική λογοτεχνία, αντλώντας έμπνευση από τραγωδίες που εξερευνούσαν τη μεταμόρφωση από το ζώο, στον άνθρωπο. Όπως οι αρχαίοι, έτσι και ο Μπέικον προσπαθεί να πει την αλήθεια για τους ανθρώπους. Όπως ο πίνακας, Two Figures (1953), διαχέει εμφανώς αυτή την αλήθεια. Υπάρχει μια σεξουαλική επιθετικότητα πέρα από την καλαισθησία της, ακριβώς όπως ακριβώς στις απεικονίσεις και τα γλυπτά της αρχαιοελληνικής τέχνης.

Βέβαια, ας μην ξεχνάμε πως εδώ σ΄αυτή την έκθεση θαυμάσαμε και τις Ερινύες του, στο καταπληκτικό “Triptych Inspired by the Oresteia of Aeschylus”, (1981), το τρίπτυχο εμπνευσμένο από την Ορέστεια, την τριλογία αρχαίων ελληνικών τραγικών θεατρικών έργων του Αισχύλου, που αφηγείται με σειρά στους τεράστιους καμβάδες του, τη δολοφονία του βασιλιά Αγαμέμνονα μετά την επιστροφή του από την πολιορκία της Τροίας, από τη βασίλισσα Κλυταιμνήστρα. Στη δεύτερη εικόνα, ο γιος τους Ορέστης δολοφονεί την Κλυταιμνήστρα για να εκδικηθεί τον πατέρα του και στο τρίτο, ο Ορέστης καταδιώκεται από τις Ερινύες, τις γνωστές Furies που αναφέραμε πιο πάνω, τις τρεις θηλυκές θεότητες της εκδίκησης. Συγκλονιστικό έργο, με έκδηλη βία, τραγικότητα, εικόνες ενστίκτου και αισθήσεων.

Όταν οι σκύλοι και οι χιμπατζήδες κυριαρχούν στον καμβά εδώ στους πίνακες του Bacon, όπως στο υπέροχο με το σχεδόν ροζ background “Study for Chimpanzee” (1957), βλέπουμε ξεκάθαρα δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι ο καλλιτέχνης έχει πλέον ξεκαθαρίσει τις ανησυχίες του, καθώς έχει απογυμνώσει τις φιγούρες του από την ανθρώπινη ενδυμασία τους. Το δεύτερο πράγμα είναι ότι έχει τοποθετήσει τα θηρία του σε μια αρένα που συνήθως προορίζεται για τα ανθρώπινα υποκείμενά του, δίνοντάς τους έτσι μια ειρωνική αξιοπρέπεια.

Συνειδητοποιούμε βλέποντας τις ανδρικές φιγούρες του Bacon στα “Study of the Human Head”, ή στο “Study for a Portrait”, και τα δύο από το 1953, ή ακόμα φυσικά στο “Portrait of George Dyer Crouching” (1966), πως η πόζα τους ναι μεν υποδηλώνει το ζώο μέσα τους, αλλά ο τρόπος που έχουν τοποθετηθεί στο έργο, δείχνει δραματοποιημένα τι είναι ανθρώπινο πάνω τους, ώσπου αυτή η αίσθηση τους δηλαδή ως άτομα που αισθάνονται και βλέπουν, που ζουν στη αυτογνωσία, που υποφέρουν με εσωτερικούς τρόπους που δεν υποφέρουν τα ζώα, έρχεται στο προσκήνιο πολύ δυνατά, σχεδόν βιώνεις αυτοψυχαναλυτικά τον πόνο τους.

Έτσι κατανοούμε την ένταση σε όλους τους πίνακες του Bacon ανάμεσα στην απομονωμένη μοναχική φιγούρα, φοβισμένη, με επίγνωση του εαυτού μας και την ίδια φιγούρα που γρυλίζει, αρπακτικό, κακοπροαίρετο, ανατριχιαστικό, ανεξέλεγκτο.

Του αρέσουν οι φιγούρες του να σκύβουν, να λυγίζουν, να εκτοξεύονται, να γρυλίζουν, να ουρλιάζουν, να ορμούν όπως το Triptych – Studies of the Human Body, (1970). Η επιφανειακή τους ζωή στον καμβά είναι όλη διαταραγμένη, μια διαταραχή που κινείται προς τα μέσα.

Ναι, οι φιγούρες του Bacon που άπτονται του ζώου, αλλά βιώνονται από ένα πλάσμα που γνωρίζει γλώσσα, ουρλιάζει μια λέξη αντί για μια κραυγή ή σκούζει μια κραυγή που έχει την επίμονη μνήμη μιας λέξης.

Άρχισε να βάζει πιθήκους στους πίνακές του το 1949 όταν ζωγράφισε το Head IV (Man with a Monkey), μια ζοφερή εικόνα στην οποία τόσο ο άνθρωπος όσο και ο πίθηκος φαίνονται παράξενα συγχωνευμένοι.

Έφτιαξε έξι μεγάλους πίνακες σκύλων. Το “Man with Dog”, από το 1953, έχει τον άνθρωπο ως σκιά. Είναι ο σκύλος που κυριαρχεί στην εικόνα, το σώμα του σε ένταση, φαίνεται κινούμενος, προς τη σχάρα του υπόνομου πέρα από το πεζοδρόμιο. Η σκηνή είναι φτιαγμένη σε γκρίζα, ξεθωριασμένα χρώματα που δημιουργούν ένα αφηρημένο, σχεδόν σβησμένο τοπίο, εκτός από την έντονη γραμμή του πεζοδρομίου, τη σχάρα και τον σκύλο.

Να, εδώ και οι υπέροχες κουκουβάγιες του, στο “Owls” (1956), που αποδίδονται με δραματικό και κάπως αφηρημένο τρόπο, και κλίνουν προς το εξπρεσιονιστικό ύφος. Οι κουκουβάγιες εμφανίζονται κάπως σκοτεινές ή σκιασμένες, αναμειγνύονται στο φόντο. Οι μορφές τους μπλέκονται με λίγα κλαδιά ζωγραφισμένα με τόλμη, προσθέτοντας υφή και βάθος στη σύνθεση, υποδηλώνοντας μια αίσθηση μυστηρίου και έντασης, χαρακτηριστικό της προσέγγισης του Bacon να συλλάβει την ουσία και τα ακατέργαστα συναισθήματα των υποκειμένων του.

Οι “τελευταίοι” ταύροι του πραγματικά συγκλονιστικοί. Παρακολουθούμε τρεις εκδοχές του πίνακα Study for Bullfight Νο.1 (1969), αντανακλώντας τα τρία tercios, ή τα στάδια, μιας ταυρομαχίας. Αν ο Bacon τα σχεδίασε αρχικά ως τρίπτυχο, ίσως να το άφησε ημιτελές και τα έργα διασκορπίστηκαν.

Ο ταύρος είναι τεράστιος σε σύγκριση με την κυκλική αρένα, που είναι περισσότερο η κλίμακα ενός συνηθισμένου δωματίου, ενώ το πλήθος εμφανίζεται σε ένα περίεργο, καμπύλο τμήμα που είναι σαν μέρος μιας οθόνης, μέρος ενός παραθύρου.

Όταν έφτιαχνε αυτά τα έργο, ο Μπέικον βασίστηκε σε αναμνήσεις και προσάρμοσε φωτογραφίες που απαθανάτισαν τη χορευτική κίνηση της ταυρομαχίας θολά, που φαίνεται στον πίνακα ως σαρώσεις χρώματος από πλούσιο καφέ, ώχρα, μοβ και μαύρο.

Ένα κόκκινο πανό με τον υπαινιγμό ενός αετού θυμίζει τις εικόνες τόσο της ναζιστικής προπαγάνδας όσο και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εγείροντας ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με τις περίπλοκες σχέσεις μεταξύ θεάματος και εξουσίας και την ικανότητα του ατόμου να “χαθεί” στη νοοτροπία της αγέλης. Η μορφή στο πρώτο πλάνο μπορεί να είναι μια κηλίδα αίματος, μια σκιά ή ακόμα και ένα κομμάτι κρέας.

Ο Bacon βάζει τον άνθρωπο ενάντια στο ζώο, παίζει τη νοημοσύνη ενάντια στο ένστικτο, παίζει την ευαλωτότητα ενάντια στην ωμή δύναμη. Δεν ενδιαφέρεται για το ζώο ως μορφή, αλλά μάλλον για το ζώο ως “χαρακτηριστικό” στον άνθρωπο.

Συγκλονιστικό το τελευταίο έργο της ζωής του, “Study of a Bull”, (1991), τοποθετημένο λίγο πριν την έξοδο της έκθεσης φτιαγμένο ιδιαίτερα, από χρώμα και σκόνη μαζεμένη από το στούντιό του. Ο μεγάλος πίνακας ύψους δύο μέτρων είναι κυρίως κατασκευασμένος από ακατέργαστο καμβά. Ο ταύρος φαίνεται να αναδύεται από ένα μαύρο ορθογώνιο προς το φως, ενώ την ίδια στιγμή εξαφανίζεται στο διπλανό λευκό σχήμα. 

Η εικόνα μπορούμε να πούμε πως είναι στην πραγματικότητα η απεικόνιση του ίδιου του τού θανάτου τού Bacon, καθώς, ολοκληρώθηκε το 1991, λίγους μόλις μήνες πριν από το θάνατο του. Η ασαφής τοποθέτηση και η μεταβατική θέση του ζώου υποδηλώνουν τη συνειδητοποίηση του καλλιτέχνη ότι σύντομα θα ζούσε μια παρόμοια εμπειρία, χωρίς να γνωρίζει πού ακριβώς θα πήγαινε. 

Ο καλλιτέχνης έλεγε συχνά «Η σκόνη είναι αιώνια, στο κάτω κάτω όλοι επιστρέφουμε, γινόμαστε σκόνη», καθώς τοποθετούσε υπομονετικά την σκόνη στον τελευταίο καμβά του ενώ δεν μπορούσε να μιλήσει ή να αναπνεύσει πολύ καλά καθώς το χρόνιο άσθμα του, που τον ταλαιπωρούσε σε όλη του τη ζωή, είχε εξελιχθεί σε πιο σοβαρή πάθηση του αναπνευστικού.

Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 28 Απριλίου 1992, σε ηλικία 82 ετών, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στην Μαδρίτη, αφήνοντας ως μοναδικό κληρονόμο του τον τελευταίο σύντροφό του John Edwards.

Το όραμα στο έργο τού Μπέικον είναι αλώβητο, ανελέητο, έντονο. Πραγματικά ωμές εκφράσεις άγχους και ενστίκτου, που αισθανόμαστε οδυνηρά επίκαιρες μέχρι σήμερα. Οι ερωτικές σχέσεις του, οι συναισθηματικές ανθρώπινες επαφές του, τα πορτρέτα φίλων και εραστών ήταν συχνά το σημείο εκκίνησης για το έργο του, διερευνώντας τη διαρκή παρουσία απομονωμένων μορφών και ψυχών.

Τέλος θα πρέπει να κάνουμε μια εκτενή αναφορά στα εξαιρετικά πραγματικά μαύρα τρίπτυχα-θρήνος, που δημιούργησε μετά τον θάνατο του εραστή του George Dyer, που σημάδεψε την ψυχή του και το έργο του. “In Memory of George Dyer”, Triptych–August 1972 και Triptych, May–June 1973. Η μορφή πάντα στο κέντρο σαν να παίζει σε καρέ ταινίας, εμπρός από μια μονοχρωματικά αποδομιμένης πόρτας που εμφανίζεται κεντρικά σε όλα, και το καθένα πλαισιώνεται από επίπεδους και ρηχούς τοίχους. Σε κάποιους καμβάδες, ο Dyer καταδιώκεται από μια πλατιά σκιά που παίρνει τη μορφή λιμνών αίματος ή σάρκας σε ορισμένα πάνελ, ή τα φτερά του αγγέλου του θανάτου σε άλλα. 

Τα τρίπτυχα δείχνουν, διαδοχικά, τις στιγμές πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την αυτοκτονία του Dyer, έτσι ακριβώς όπως την βίωσε ο Bacon, ο οποίος πραγματικά δεν συνήλθε ποτέ συναισθηματικά από αυτή την απώλειά του.

Η κορύφωση της μεταγενέστερης περιόδου του σηματοδοτείται από τα αριστουργήματα Study for Self-Portrait (1982) και Study for a Self-Portrait—Triptych, 1985–86.

Με πίστη στην ανθρώπινη φύση και φιγούρα πριν καιρό παρακολουθήσαμε στην Tate Britain του Λονδίνου, μια εξαιρετικής έμπνευσης έκθεση με τίτλο «All Too Human: Bacon, Freud and a Century of Painting Life», μια συναρπαστική και προσεγμένη παρουσίαση που αποτύπωσε τη ζωή με όλες τις αισθήσεις μας.

Οι απερίγραπτα ειλικρινείς απεικονίσεις των μοντέλων του Lucian Freud που συναντήσαμε ακολουθήθηκαν από τις απομονωμένες θολές μορφές του Bacon. Αντίθεση και αρμονία, με την ζωή ακριβώς στο κέντρο των καμβάδων.

Ναι, ο Francis Bacon είναι ο γίγαντας της σύγχρονης τέχνης μας. Έζησε και δημιούργησε στα άκρα. Τα θέματά του ήταν καθολικά. Το χαοτικό στούντιο, τα μέρη που περπάτησε, τα ταξίδια, τα ζώα, ο τζόγος, το αλκοόλ, οι μεγάλοι δάσκαλοι, οι φίλοι και εραστές, οι σαδομαζοχιστικές σχέσεις του, ο ίδιος ο εαυτός του, η ψυχή των πραγμάτων, στριμώχνονται στους καμβάδες του και σφίγγουν το στομάχι μας, ρίχνουν μια γερή γροθιά στο μυαλό μας.

Μας παρασύρει στην ενδοσκόπηση, η τολμηρή ξεχωριστή χρήση του περιγράμματος και του χρώματος στην απεικόνιση της ανθρώπινης ύπαρξης, ψυχαναλυτικά με έντονη τη διάθεση συμπάθειας για τον ανθρώπινο πόνο, μα πάνω από όλα στο έργο του κυριαρχεί λαχτάρα και πίστη για την αγάπη και την αποδοχή, για την ύπαρξη και τη ζωή.

 ------------

**Πληροφορίες για την έκθεση ‘Human Presence’ στην National Portrait Gallery, στο Λονδίνο, μπορείτε να βρείτε εδώ: https://www.npg.org.uk/whatson/exhibitions/2024/francis-bacon-portraits

**Πληροφορίες για την έκθεση “Man and Beast” στην Royal Academy of Arts, στο Λονδίνο, μπορείτε να βρείτε εδώ: https://www.royalacademy.org.uk/exhibition/francis-bacon

**Πληροφορίες για την έκθεση “All Too Human: Bacon, Freud and a Century of Painting Life” στην Tate Britain, στο Λονδίνο, μπορείτε να βρείτε εδώ: https://www.tate.org.uk/whats-on/tate-britain/all-too-human

----------

**Photo: A. KATSIOULA

Comments


bottom of page